ΜΟΝΙΜΕΣ ΣΤΗΛΕΣ

ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ ΖΩΗΣ

Ασκήσεις τοπιογραφίας. Από το άστυ στην ύπαιθρο ή η αναζήτηση της <<επιδερμίδας>>

05 Σεπτέμβριος, 2009

Ασκήσεις τοπιογραφίας. Από το άστυ στην ύπαιθρο ή η αναζήτηση της <<επιδερμίδας>>

Αυτό το μήνα οι Συσχετισμοί Ζωής φιλοξενούν ένα κείμενο του Στέργιου Γαλίκα.

Το παρόν κείμενο αποτελεί παράρτημα της ερευνητικής εργασίας (Α.Π.Θ. 2008-2009, επ. Α.Λαδά, καθηγήτρια) που παρουσίασα τον περασμένο Ιούλιο με τίτλο, Η τέχνη του απλού, από το αίτημα της << ελληνικότητας στη σύγχρονη προβληματική>>. Το ερευνητικό διαπραγματεύεται τα κυρίαρχα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκε η ελληνική αρχιτεκτονική μέσα στον 20ο αιώνα με κυρίαρχο αυτό της σύνθεσης του <<νέου>> με τη λόγια τεκτονική παράδοση του τόπου έτσι όπως αυτό διατυπώθηκε, με διαφορετικούς κάθε φορά όρους, από τη γενιά του ’30 και το αίτημα της ελληνικότητας μέχρι τον Κυριάκο Κρόκο και τους σύγχρονούς μας, που αντιμετώπισαν το θέμα στη βάση μιας νέας προβληματικής.
Έτσι λοιπόν το παράρτημα που ακολουθεί, το οποίο σε μεγάλο βαθμό βασίτηκε στις εύστοχες παρατηρήσεις του Χ. Καμπουρίδη που συνόδευαν τον κατάλογο της έκθεσης με τίτλο, Η ελληνική τοπιογραφία από τον 18ο έως τον 21ο αιώνα, όραμα, εμπειρία και ανάπλαση του χώρου, συμπλήρωσε με τη σειρά του μια σειρά απο σχεδιάσματα, μερικά από τα οποία παρουσιάζονται εδώ, και τα οποία αποτέλεσαν ένα χρήσιμο εργαλείο αποκωδικοποίησης πάνω στο χαρτί των προβληματισμών που προέκυπταν μέσα από τις αναγνώσεις μου για την έρευνα αλλά ταυτόχρονα και ένα τρόπο να εκφράσω την προσωπική μου ανάγνωση πάνω στην αναζήτηση αυτού που ονομάζουμε ελληνικό τοπίο. Δεν αποτελούν κανενός είδους τεκμήριο για την έρευνα μου παρά, όπως λέει και ο τίτλος, ασκήσεις  πάνω στο θέμα του τοπίου και του τόπου, της γεωγραφίας του εδάφους, του ορίζοντα. Συνάμα αποτελούν την δική μου προσωπική ματιά και αντίληψη πάνω στο θέμα της ίδιας της αρχιτεκτονικής. Τα σχεδιάσματα αναφέρονται άλλοτε σε πραγματικά τοπία, τα οποία αποτυπώθηκαν επί τόπου, και άλλοτε σε φανταστικά καθώς το μολύβι ακολουθούσε υποσυνείδητα αναγνώσεις και βιώματα.


 
[...]
Ως τέχνη που απευθύνει στο βλέμμα αναπαραστάσεις του χώρου, η ζωγραφική τοπιογραφία υπήρξε κυριολεκτικά μια πρώιμη εικονική πραγματικότητα (virtual reality) καθώς στα χρόνια της Αναγέννησης αλλά και έκτοτε συνεχώς η σχεδιαστική προοπτική επεδίωξε τόσο αποτελεσματικά να δώσει στον θεατή της ζωγραφικής την ψευδαίσθηση ότι αυτός είναι το κέντρο του κόσμου.

Χ.Καμπουρίδης

[...]
<< Κι όπως δηλ. ο νους μου (και όλη μου η ψυχή) ήτανε πάντα (και πιο πολύ) για την αρχιτεκτονική, μαζί και για ό,τι άλλο μπορούσε να έχει κάποια σχέση μαζί της. Κι όποτε, όπου κι αν βρισκόμουνα, ακόμα και όταν σκαρφάλωνα σε κάποιο βουνό, ή όταν έκανα κάποιο μακροβούτι στη θάλασσα (κι ας μοιάζει αυτή η δεύτερη περίπτωση κάπως παράξενη...), έπρεπε να έχω μαζί μου ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι>>.

Άρης Κωνσταντινίδης

 

 

Ασκήσεις τοπιογραφίας.
Από το άστυ στην ύπαιθρο ή η αναζήτηση της <<επιδερμίδας>>

Tου
Στέργιου Γαλίκα*

...Ας σταθούμε λοιπόν μια στιγμή, ακλόνητοι, με προσηλωμένο το βλέμμα, εκεί που πριν λίγα λεπτά σηκώθηκε η τελευταία πολυκατοικία στον απέναντι δρόμο, εκεί που αύριο, τη θέση του μικρού πευκόφυτου λόφου θα πάρει το νέο εργοστάσιο παιχνιδιών. Ας σταθούμε σαν άλλοι τοπιογράφοι, σαν νέοι περιηγητές και ας στοχαστούμε ένα νέο τοπίο, από την πόλη ως την ύπαιθρο, είτε ως Έλληνες είτε ως κάτοικοι της νέας πατρίδας (1), με τη φαντασία και τον ορθολογισμό που διακρίνει τον καθένα μας.

Ένας κύκλος μέσα στον 20ο αιώνα έκλεισε, φέρνοντας μας όλους πιο κοντά, σε απόσταση βολής, ορίζωντας μια νέα μεγάλη κοινότητα. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως ξαναβρίσκουμε τον πολυεθνικό ανοιχτό διεθνή αέρα μέσα στον οποίο οι ελληνορθόδοξοι ναυτικοί, έμποροι και τεχνίτες είχαν συνηθίσει μέσα στους πολλούς αιώνες να ζουν και να διακρίνονται (2).

Τι κουβαλάμε όμως πάνω μας;

Δεν ξέρω αν ο ελληνισμός βρήκε τελικά την ταυτότητά του μέσα στον προηγούμενο ενάμιση αιώνα, από το νεορομαντικό - νεοκλασικιστικό ιδεολόγημα των Ευρωπαίων, τη Μεγάλη ιδέα, έως το αίτημα για <<ελληνικότητα>> της γενιάς του ‘30 και αργότερα την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε. Δεν ξέρω καν αν βρέθηκε το νήμα της καταγωγής ή άραγε αν επιδιώκουμε κάποιου είδους ιστορικής συνέχειας.
Αλλά ακόμη και έτσι, πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος ενοχικής συμπεριφοράς αν τυχόν δεν πετύχαμε αυτή τη συνέχεια μέσα στους γρήγορους ρυθμούς, πρέπει κανείς να αναρωτηθεί το καβαφικό, <<με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις>>.

Ας κάνουμε λοιπόν μια στάση μέσα σε αυτό το γρήγορο χορό που έχουμε μπει όλοι. Ας κρατήσουμε την εμπειρία αυτής της νέας τοπογραφίας που διανοίχθηκε και διανοίγεται τα τελευταία χρόνια, την εμπειρία ως πολίτες του κόσμου και ας κάνουμε μια προσεκτική ενδοσκόπηση αναζητώντας τυχόν απαντήσεις που μπορεί ακόμη να αχνοφαίνονται πριν σιγά σιγά τα υπερκεράσει η λησμονιά.

Αν η αναζήτηση της ιδιαιτερότητας/διαφορετικότητας αποτέλεσε κάποια στιγμή στα σπάργανα του νεοελληνικού κράτους την απόλυτη αλήθεια, ως φορέα και εργαλείου κατασκευής εθνικής ταυτότητας, άραγε υπάρχει η ανάγκη αναζήτησης και διατύπωσης μιας νέας <<ελληνικότητας>>; Και αν ναι, πως διαχειρίζεται κανείς αυτό το δεδομένο μέσα στα πλαίσια μιας πολυσυλλεκτικής πλέον κοινωνίας; Μήπως αποτελεί εν τέλει ένα στοιχείο <<αυτογνωσίας>>, που θα έπρεπε να κρατήσουμε καλά κλεισμένο μέσα μας ή τελικά εκείνο το εφόδιο με το οποίο προσπαθεί κανείς να βρει τα βήματά του μέσα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης;

 

Έτσι σε μια εποχή μάλιστα σαν τη σημερινή όπου τα όρια μεταξύ τοπικού και παγκόσμιου χαρακτηρίζονται από απόλυτη ρευστότητα όπως και η σχέση του αυτοπρόσωπα αισθητού έναντι του εικονικού, φαίνεται πως μια νέα ελληνική τοπιογραφία μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται με βλέμμα απελευθερωμένο από παλιότερες συμβάσεις, καθώς αποτελούσε μια θεσμική δηλωμένη γνώμη για τον τόπο, και έτσι να μπορούμε πλέον σήμερα να μπορούμε να χαρούμε τις πλούσιες και συχνά αποκαλυπτικές εικόνες της από πολλές οπτικές γωνίες (3).

 

Η αναζήτηση της αυτογνωσίας που μπορεί σε ένα μεγάλο κομμάτι της να προσφέρει η τοπιογραφία ακροβατεί διαρκώς μεταξύ δύο σημαντικών δίπολων. Ενός χρονικού που αποτυπώνει τη θέση και το ρόλο της τοπιογραφίας στην Ελλάδα από τις αρχές του 20ου αιώνα (πρώτος πόλος) έως το σήμερα (δεύτερος πόλος). Και ενός δίπολου που αναφέρεται στα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αποτυπώνουν από τη μια το τοπίο της υπαίθρου και από την άλλη το αστικό τοπίο, τότε και τώρα.

 

Μένοντας στο ιστορικό δίπολο και με γνώμονα όλα τα προηγούμενα, μπορεί κάποιος να σταθεί στο γεγονός του ότι αν η τοπιογραφία στις αρχές του 20ου αιώνα αποτέλεσε μια θεσμικά δηλωμένη άποψη που είχε για τον τόπο του το <<εξ οραματισμού παρελθόν έθνος>>, το ertraumte Nation, η νέα Ελλάδα, να παίξει δηλαδή έναν καθοριστικό ρόλο αυτοπροσδιορισμού ενός έθνους σήμερα οι αναζητήσεις της ελληνικής τοπιογραφίας, εκατό χρόνια μετά, φαίνεται να αποτελούν ένα μάθημα αυτογνωσίας, όχι ακαδημαϊκό, αλλά εμπειρικό, ουσιαστικό, ένα βήμα να εντοπίσει κάποιος τη θέση του, στην προκειμένη περίπτωση μια χώρα, μέσα στο παγκόσμιο χάρτη.

Πάνω σε ποια θεματολογία όμως σκοντάφτει η τοπιογραφία τότε και τώρα;

Εδώ μπορεί πλέον ανοιχτά να μιλήσει κανείς για την αντιστροφή των ρόλων ανάμεσα στο ύπαιθρο και την πόλη, ανάμεσα στο φυσικό τοπίο και το αστικό τοπίο. Έτσι ενώ η αναζήτηση του ιδιαίτερου φωτός, της ξεχωριστής γραμμής και της ιδιαίτερης δομής του ελληνικού γεωγραφικού χώρου αποτέλεσε στις αρχές του 20ου αιώνα μια συνειδητή πράξη των τοπιογράφων (αρχιτεκτόνων), με τη στροφή στο περιβάλλον της πόλης να ακολουθεί δειλά - δειλά, σήμερα οι ρόλοι αλλάζουν. Η φιλολογία γύρω από την πόλη και κάθε τι συναφές του όρου του αστικού αποτελούν αναντίρρητα τον πυρήνα του προβληματισμού ενώ η ύπαιθρος ως γεωγραφία περνάει σε δεύτερη μοίρα.

Πιο συγκεκριμένα μετά από μια εντόπια παράδοση που άρχισε να φθίνει, και μετά από μια απόδοση του ελλαδικού χώρου καθοδηγούμενη από το περιηγητικό βλέμμα των Δυτικοευρωπαίων, οι Έλληνες ζωγράφοι στράφηκαν στο χώρο και στη φύση μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα, γεγονός εύλογο, αφού τότε διευρύνθηκε  το αστικό καθεστώς της χώρας και η έξοδος προς το φυσικό <<πλακούντα ζωής>> ήταν αναμενόμενη, όπως άλλωστε στην Ολλανδία του 17ου αιώνα, στην Αγγλία του 18ου ή στη Γαλλία του 19ου.

 

Η συνάντηση του Κ.Παρθένη, Ν.Λύτρα, Κ.Μαλέα, Μ.Οικονόμου και Σ.Παπαλουκά με τις γραμμές, το χρώμα, την κρυμμένη αρμονία και τους συμβολισμούς του ελληνικού τοπίου υπήρξε ειδυλλιακή για την ψυχή τους και καταλυτική για τη συνολική προσωπικότητά τους. Στα έργα τους κατέγραψαν την όψη αλλά και τα έγκατα της γης, της ατμόσφαιρας αλλά, εμεσότερα, και του πολιτισμού σε μια εποχή που ο ελληνισμός έψαχνε την ταυτότητά και τη μοίρα του. Όσα πέτυχαν καθοδήγησαν στη συνέχεια τις εξελίξεις όχι απλώς και μόνο της τοπιογραφίας.

Η μεταφορά του ενδιαφέροντος στο χώρο της πόλης έγινε λίγο αργότερα από τον Ν.Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Σ.Βασιλείου ανοίγοντας ένα τεράστιο τοπίο για το βλέμμα, αλλά και για έρευνες στο νέο <<κέλυφος ζωής>> που αποτελεί το κτισμένο περιβάλλον.

Για πιο <<κέλυφος ζωής>> όμως ζωγράφισε ο Γκίκας, είναι το ίδιο <<δοχείο ζωής>> που αρθρώνει το νέο αστικό ελληνικό περιβάλλον; ή μήπως μιλάμε για μια νέα πραγματικότητα, για μια νέα παράδοση; Η ελληνική πόλη μέσα σε εκατό χρόνια διογκώθηκε, άλλαξε μορφή, ενσωμάτωσε και παρήγαγε προβλήματα. Η νεοελληνική πόλη μετά τα μέσα του ΄60 δεν έφτιαξε μόνο ένα νέο χώρο αλλά έπλασε μια νέα ηθική που προκαλεί ένα συνεχή προβληματισμό και οδηγεί συνεχώς σε αμφιβολίες. Μέσα σε όλα αυτά ο εμπειρικός χώρος του τοπίου, ειδικότερα του αστικού, άλλαξε κλίμακα ενώ ταυτόχρονα μετακινήθηκε και στον συμβολικό κυβερνοχώρο αναπαραστάσεων.

Η νέα τοπιογραφία καλείται να ανιχνεύσει και να αποτυπώσει αυτή τη νέα πραγματικότητα, τη νέα παράδοση. Από τη μικρή στη μεγάλη κλίμακα, από την απτή κλίμακα έως στην νοητή κλίμακα του κυβερνοχώρου πρέπει κανείς να εντοπίσει ποιότητες του χώρου, λάθη και σφάλματα, να ανιχνεύσει τις συνέχειες και ασυνέχειες, να οραματιστεί μια νέα πόλη, ένα νέο άστυ.

Στην αντίπερα όχθη ο πρωταγωνιστικός ρόλος της υπαίθρου στον καμβά του τοπιογράφου χάθηκε. Χάθηκε στην πραγματικότητα μέσα στα χρόνια η ίδια η ύπαιθρος, ο ρόλος της ως μήτρας ζωής. Η παρθένα φύση που αποτυπώθηκε πριν ενάμιση περίπου αιώνα, πληγώθηκε και έγινε απλώς το τουριστικό προάστιο των πόλεων, η συνέχεια ενός νέου κύκλου ζωής του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στο οποίο η ύπαιθρος προβάλει ως ένα ειδυλλιακό rest room μέσα σε ένα καθημερινό και επαναλαμβανόμενο κύκλο εργασίας.

Τι είναι σήμερα άραγε η ελληνική ύπαιθρός; Άραγε, μήπως η φύση λειτουργεί πλέον σήμερα περισσότερο ως ένα σημείο αντίστιξης προς τη σύγχρονη μεταβολή των όρων και συνθηκών διαβίωσης στο σύγχρονο τεχνικό κόσμο;

Αρκεί κάποιος να <<σκύψει>> (4) και να νιώσει αν η ιδιαίτερη <<συνοχή του τοπίου>>, η φύση, η ατμόσφαιρα, η γεωγραφική τοποθέτηση της χώρας, διατηρείται τόσο ισχυρή έτσι ώστε αν δεχθούμε ότι ο χώρος καθορίζει έναν πολιτισμό, να μπορούμε να οραματιζόμαστε.

 

Σε κάθε περίπτωση, κάθε προσπάθεια αποτύπωσης της πόλης, της υπαίθρου, ή της θάλασσας δεν είναι απλώς μια τοπιογραφική εξάσκηση αλλά μια αναζήτηση για την <<επιδερμίδα>> της πραγματικότητας του χώρου, του <<πλακούντα ζωής>> που περιβάλλει το σώμα μας (5).

Είναι μια πολύτιμη μαρτυρία, μια αυτοδιαγνωστική πράξη. 

 

Σημειώσεις

1.[...] Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έγινε σε μια εποχή όπου ο κόσμος ολόκληρος άρχισε να γίνεται μικρότερος, ένα <<μεγάλο χωριό>>, με ιδέες, νοοτροπίες, προϊόντα και ενδιαφέροντα όλο και πιο κοινά, οικεία, προσβάσιμα. Οι εθνικοί γεωγραφικοί χώροι άνοιξαν για περιηγήσεις - ακόμη και για ιδιοκτησία - από άλλους λαούς, αλλά ταυτόχρονα η Υδρόγειος ολόκληρη γίνεται ένα νέο τεράστιο τοπίο διαθέσιμο για πρόσβαση από κάθε κάτοικό της.
Σήμερα, η αίσθηση του χώρου ζωής, εργασίας, καταγωγής ή γειτνίασης δε βασίζεται μόνο στη συνύπαρξη μέσα στην ίδια περιοχή, αλλά και στην επικοινωνία, αρχίζοντας  από το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο, τα φωτογραφημένα έντυπα και φθάνοντας στην τηλεόραση, το κινητό τηλέφωνο ή το internet. Ο λεγόμενος Κυβερνοχώρος (Cyberspace) είναι το νέο τοπίο ζωής. Οι πατρίδες του νου και της ψυχής παίρνουν ξανά τη δύναμη που είχαν στα ρομαντικά χρόνια.[...] Χ.Καμπουρίδης. Η ελληνική τοπιογραφία από τον 18ο έως τον 21ο αιώνα, όραμα, εμπειρία και ανάπλαση του χώρου.

2. Ό.π.

3. Ό.π.

4.<<Η εποχή μας είναι τόσο φτωχιά που πρέπει να σκύψουμε και να μαζέψουμε και τα τελευταία ψιχουλάκια που σ’ αυτά πάνω ζει το Σχήμα>>. Δ.Πικιώνης

5. Χ.Καμπουρίδης. Η ελληνική τοπιογραφία από τον 18ο έως τον 21ο αιώνα, όραμα, εμπειρία και ανάπλαση του χώρου. Ιδρυμα εικαστικών τεχνών & μουσικής Β. και Μ.θεοχαράκη.


Στέργιος Γαλίκας

*Γεννήθηκε στη Βέροια το 1984. Τελιόφοιτος του τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Α.Π.Θ.. Υπότροφος Ι.Κ.Υ. για τις χρονιές 2002-03 και 2003-04, ενώ έχει βραβευτεί δύο φορές από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος. Ταυτόχρονα με την αρχιτεκτονική έχει ασχοληθεί συστηματικά με το πεδιό των εικαστικών παίρνοντας ταυτόχρονα μέρος σε εκθέσεις με σημαντικότερη αυτή των Open Studios IV, 2004, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Ασχολείται συστηματικά από το 2005 με την εκπόνηση μελετών που αφορούν δημόσια και ιδιωτικά έργα ενώ έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. Έχει πάρει μέρος στο παγκόσμιο συνέδριο αρχιτεκτονικής το 2005 στην Κων/πολη καθώς και σε workshops¬¬¬ στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 2006 συμμετείχε με το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. στη Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας στο workshop με τίτλο ‘’Learning from cities’’, ενώ το 2007 συμμετείχε με το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Α.Π.Θ. στη Biennale Σκηνογραφίας που πραγματοποιήθηκε στη Πράγα.

 

Share |
 

GreekArchitects Athens

Copyright © 2002 - 2024. Οροι Χρήσης. Privacy Policy.

Powered by Intrigue Digital